καββαλιστής

καββαλιστής
και καμπαλιστής, ο
οπαδός τής καββάλας*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, προβλ. αγγλ. cabalist (< cabala «καββάλα» + κατάλ. -ist). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. καββαλισταί, μαρτυρείται από το 1885 στον Ειρηναίο Κ. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καββαλιστικός — και καμπαλιστικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καββάλα ή στους καββαλιστές 2. συνεκδ. ακατανόητος, μυστηριώδης, γριφώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cabalistic (< cabalist «καββαλιστής»). Η λ. μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”